- παρατρόχια
- παρατρόχ-ια, τά, part of a chariotA beside the wheel, Poll.1.147.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρατρόχια — beside the wheel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατρόχιος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στον τροχό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παρατρόχια τα μέρη τού άρμαιος και γενικά κάθε τροχοφόρου που βρίσκονται κοντά στους τροχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από την φρ. παρά τὸν τροχόν + επίθημα ιος] … Dictionary of Greek